φραγκισκανός

φραγκισκανός
ο
καλόγερος μοναχικού τάγματος της καθολικής εκκλησίας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κονκισταδόρες — (conquistadors). Ισπανοί εξερευνητές που συμμετείχαν στην πολιτική και στρατιωτική επιχείρηση (conquista) του 16oυ αι., η οποία είχε ως αποτέλεσμα την κυριαρχία της χώρας τους στην Κεντρική και Νότια Αμερική, εκτός από τη Βραζιλία, η οποία… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… …   Dictionary of Greek

  • Αλέξανδρος ο εξ Άλης — (Alexandrus Halesius,1170 – 1245). Άγγλος φραγκισκανός μοναχός και φιλόσοφος. Σπούδασε στην Οξφόρδη και στο Παρίσι, στη θεολογική σχολή του οποίου δίδαξε ο ίδιος αργότερα και απέκτησε μεγάλη φήμη. Έγραψε πολλά φιλοσοφικά, ιστορικά και θεολογικά… …   Dictionary of Greek

  • Αντώνιος της Πάντοβα — (Λισαβόνα περ. 1195 – Αρτσέλ, Πάντοβα 1231).Φραγκισκανός Πατέρας και άγιος της Δυτ. Εκκλησίας. Το κοσμικό του όνομα ήταν Φερνάντο. Σπούδασε θεολογία και ύστερα από εννέα χρόνια, μοναχός πλέον, υιοθέτησε το όνομα Α. και έφυγε για το Μαρόκο (1220) …   Dictionary of Greek

  • Βαρθολομαίος ο Αγγλικός — (Bartholomaeus Anglicus, 13oς ή 14oς αι.). Άγγλος φραγκισκανός μοναχός, θεολόγος και μουσικός. Έγραψε το εγκυκλοπαιδικό έργο De proprietatibus rerum. Στο έργο αυτό περιλαμβάνεται και μια μελέτη του για τη μουσική …   Dictionary of Greek

  • Γκαλατίνα — (Galatina). Πόλη (28.000 κάτ. το 2002) της Ιταλίας, σε απόσταση 20 χλμ. από το Λέτσε. Η πόλη είναι γνωστή από την αρχαία εποχή και πολλοί κάτοικοί της μιλούν έως σήμερα μία ελληνική διάλεκτο. Η Γ., που είναι κέντρο μεγάλης οινοπαραγωγικής… …   Dictionary of Greek

  • Ζιράρ, Γκρεγκουάρ — (Gregoiré Girard, Φράιμπουργκ 1765 – 1850). Ελβετός παιδαγωγός. Το 1804 διορίστηκε επιθεωρητής των σχολείων του Φράιμπουργκ και το 1810 η ομοσπονδιακή κυβέρνηση του ανέθεσε τη σύνταξη έκθεσης για τη σχολή που διηύθυνε ο Πεσταλότσι στο Ιβερντόν.… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Καπουτσίνοι — Μοναχικό τάγμα της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Ιδρυτής του (1525 28) ήταν ο Φραγκισκανός μοναχός Ματέο Μπάσι, που προσπάθησε να επαναφέρει τον ασκητικό χαρακτήρα των πρώτων κοινοτήτων των Φραγκισκανών. Το τάγμα αυτό εμφανίστηκε αρχικά στη Γαλλία το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”